Έχοντας παραμείνει στο παρασκήνιο τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα της εισιτηριοδιαφυγής στις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας έχει επιστρέψει τον τελευταίο καιρό στην επικαιρότητα.
Μπορεί να μην έχουν ανακοινωθεί εδώ και πολλά χρόνια εκτιμήσεις για το ύψος -τόσο ποσοτικό όσο και χρηματικό- στο οποίο ανέρχεται η εισιτηριοδιαφυγή, αλλά πλέον τόσο η ηγεσία του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών όσο και οι διοικήσεις των συγκοινωνιακών φορέων αναγνωρίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα και έχουν αρχίσει να αναζητούν λύσεις.
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε την περασμένη εβδομάδα σε συνέντευξή του ο Υφυπουργός Νίκος Ταχιάος, όταν μετακινείται με το Μετρό, αναγκάζεται να διέρχεται αργά από τις πύλες καθώς πάντα κάποιος επιβάτης θα προσπαθήσει να στριμωχθεί πίσω του.
Η ΣΤΑΣΥ, η εταιρεία λειτουργία του Μετρό και του Τραμ, μέσα στο 2023 κατέβαλε μία προσπάθεια να ενισχύσει τους ελέγχους εισιτηρίων μέσω ανασυγκρότησης του σώματος ελεγκτών κομίστρου το οποίο είχε αποδυναμωθεί τα προηγούμενα χρόνια. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χτες, ήταν οι έλεγχοι εισιτηρίων να αυξηθούν κατά 173% μέσα σε ένα χρόνο με τους ελεγκτές να ανέρχονται σε 122 από μόλις 45 το 2022.
Εδώ όμως αρχίζουν να εμφανίζονται οι προκλήσεις και δυσκολίες του εγχειρήματος, αφού με βάση τα στοιχεία της ΣΤΑΣΥ, το ποσοστό των προστίμων ανά αριθμό ελέγχων ανήλθε σε μόλις 2,2% το 2023 (3.676.391 έλεγχοι με 81.451 πρόστιμα), μειωμένο από 3,9% το 2022 και 2,8% το 2021. Όλοι βεβαίως αντιλαμβάνονται ότι το ποσοστό της πραγματικής εισιτηριοδιαφυγής είναι κατά πολύ μεγαλύτερο του ποσοστού των προστίμων. Συμπερασματικά, περισσότεροι έλεγχοι δεν σημαίνει απαραίτητα και πιο αποτελεσματικοί έλεγχοι.
Η ΣΤΑΣΥ αναγνωρίζει ότι έχει ακόμα αρκετό δρόμο να διανύσει γι’ αυτό επικεντρώνεται και σε άλλα μέτρα όπως τον έλεγχο των πυλών από ομάδες εργαζομένων, ενώ εξετάζεται και η ρύθμιση του χρόνου αναμονής και διέλευσης από τις πύλες.
Αντίστοιχα δεδομένα δεν έχουμε ακόμα για τα λεωφορεία και τρόλεϊ, ωστόσο, είναι ευρέως γνωστό ότι εκεί το πρόβλημα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο. Ο οποιοσδήποτε επιβάτης μπορεί να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι πως η πλειοψηφία όσων επιβιβάζονται στα οχήματα απλά δεν επικυρώνουν εισιτήριο ή κάρτα (ένα μέρος αυτών βέβαια πιθανότατα να είναι κάτοχοι εισιτηρίων μεγάλης διάρκειας αλλά να αγνοούν ακόμα ότι οφείλουν να τα επικυρώνουν σε κάθε επιβίβαση).
Σε δική της συνέντευξη την περασμένη εβδομάδα, η Υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών κ. Αλεξοπούλου πολύ εύστοχα κατά τη γνώμη μας ανέφερε πως η εισιτηριοδιαφυγή «είναι περισσότερο θέμα κουλτούρας παρά οικονομικής δυσχέρειας». Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που οποιοσδήποτε έθιγε το ζήτημα της εισιτηριοδιαφυγής αντιμετωπίζονταν σχεδόν ως «εχθρός του λαού», ενώ μέχρι και σήμερα σε κάποιο βαθμό επιβιώνει και το αίολο επιχείρημα «δεν πληρώνω γιατί οι υπηρεσίες δεν είναι καλές» κάτι που όμως κανείς δεν λέει για ιδιωτικές εταιρείες που προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες.
Για μία σημαντική μερίδα επιβατών, ιδιαίτερα όσων μετακινούνται καθημερινά με τις συγκοινωνίες, το αίτημα για βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών μπορεί να συμβαδίζει και με το αίτημα για αντιμετώπιση της εισιτηριοδιαφυγής. Πολύ απλά, ο επιβάτης που αρνείται να παρανομήσει εκ πεποιθήσεως δεν θέλει να «πιάνεται κορόιδο» από συμπολίτες του που θεωρούν ότι εξαιρούνται από τις κοινωνικές συμβάσεις.
Σε καμία (τουλάχιστον από τις δημοκρατικές) πόλεις του κόσμου το ποσοστό της εισιτηριοδιαφυγής δεν φτάνει το 0% καθώς πάντα υπάρχουν επιβάτες που είτε από ανάγκη είτε από πονηριά επιλέγουν να μην πληρώσουν, ενώ το κόστος της πλήρους αντιμετώπισης του φαινομένου ίσως να ήταν και μεγαλύτερο του οφέλους.
Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή νοοτροπίας περνά μέσα και από τη λήψη αποτρεπτικών μέτρων και την αύξηση των ελέγχων για την εισιτηριοδιαφυγή. Οι συγκοινωνιακοί φορείς οφείλουν να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους και με τη στήριξη της πολιτικής εξουσίας η οποία κατά το παρελθόν είχε σε αρκετές περιπτώσεις επιλέξει είτε να «χαϊδέψει τα αυτιά» των παρανομούντων είτε να σιωπήσει βολικά.
Αλέξανδρος Λιάρος – athenstransport.com