Στέκει στο κέντρο της Αθήνας από το 1884, μία εικοσαετία πριν το άνοιγμα του σταθμού Λαρίσης. Ο σταθμός Πελοποννήσου, αποτελούσε για πάνω από έναν αιώνα την αφετηρία των σιδηροδρομικών δρομολογίων προς τη νότια Ελλάδα μέχρι και το 2005, λίγο πριν από την οριστική διακοπή των σιδηροδρομικών δρομολογίων στην παλιά μετρική γραμμή της Πελοποννήσου.
Από τότε, εδώ και 20 χρόνια, ο σταθμός είναι κλειστός και με εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης, έχοντας ανοίξει μόνο για μικρό αριθμό πολιτιστικών δράσεων ή ξεναγήσεων στο εσωτερικό του.
Πριν από μία τριετία, η ΓΑΙΑΟΣΕ, η θυγατρική εταιρεία του ΟΣΕ που διαχειρίζεται τα ακίνητα του οργανισμού, είχε υποστηρίξει πως έχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αξιοποίηση του ιστορικού σταθμού, που περιλαμβάνει τη μετατροπή του σε χώρο πολιτισμού και εκθέσεων, μέρος του οποίου αφιερωμένο στο σιδηρόδρομο, καθώς και χώρο εστίασης. Σχέδιο το οποίο μέχρι και σήμερα δεν προχώρησε.
Μόλις αυτές τις μέρες, η διοίκηση της εταιρείας έλαβε απόφαση για σύναψη σύμβασης με εταιρεία συμβούλων ακινήτων η οποία θα αφορά τη σύνταξη μελέτης βιωσιμότητας (feasibility study) σε σχέση με αριθμό σεναρίων που μπορούν να υλοποιηθούν επί του διατηρητέου κτηρίου του σιδηροδρομικού σταθμού Πελοποννήσου, επί της οδού Σιδηροδρόμων στο Δήμο Αθηναίων. Το κόστος θα ανέλθει σε 21.500 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ενώ οι εργασίες θα έχουν διάρκεια 60 ημερών.
Ο σταθμός Πελοποννήσου σχεδιάστηκε από μια ομάδα Γάλλων μηχανικών επιλεγμένων από τον τότε πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, με επικεφαλής της ομάδας τον Alfred Rondel. Οι τρεις χαρακτηριστικοί τρούλοι του προστέθηκαν αργότερα, το 1912-13, από τον Ερνέστο Τσίλερ, οπότε το κτίριο έλαβε τη σημερινή του μορφή.
Ο σταθμός αποτελεί μικρογραφία του «Chemins de fer Orientaux» στην Κωνσταντινούπολη. Με αναφορές στο νεοκλασικισμό, διαθέτει επίσης χαρακτηριστικά Art Nouveau όπως οι μεγάλες μαρκίζες και οι τρούλοι. Το βασικό κτίριο είναι διώροφο. Το πρώτο επίπεδο φιλοξενεί τα εκδοτήρια, τους χώρους αναμονής και τους χώρους φύλαξης αποσκευών. Στο δεύτερο βρίσκονται τα γραφεία του σταθμάρχη και οι χώροι εργασίας του προσωπικού.
Στις αίθουσες αναμονής δεσπόζουν τα μεγάλα μαρμάρινα τζάκια και τα μωσαϊκά με γεωμετρικά σχέδια που θυμίζουν αρχοντικές κατοικίες του Μεσοπολέμου. Λεπτομέρειες όπως τα σιδερένια πόμολα που διακοσμούνται με φτερά, αιώνιο σύμβολο του Ερμή, φανερώνουν την ιδιαίτερη προσοχή που δόθηκε σε ένα κτίριο φτιαγμένο για να φιλοξενήσει και να εξυπηρετήσει χιλιάδες κόσμου.
Μελέτη και για το αμαξοστάσιο της Λεύκας
Στενή συγγένεια με τον σταθμό Πελοποννήσου έχει και το αμαξοστάσιο της Λεύκας στον Πειραιά, το οποίο δημιουργήθηκε επίσης στα τέλη του 19ου επί των ημερών του Χαρίλαου Τρικούπη και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη βάση συντήρησης τροχαίου υλικού κατά το μεγαλύτερο μέρος της σιδηροδρομικής ιστορίας της χώρας.
Στις 28 Μαΐου του 2019, επί υπουργίας Χρήστου Σπίρτζη, ο ΟΣΕ προχώρησε στα εγκαίνια του «νέου μουσείου του ΟΣΕ» στον χώρο της Λεύκας. Στην πράξη βέβαια, όπως έγινε γνωστό αργότερα, στο χώρο δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία εργασία συντήρησης των παλιών ετοιμόρροπων εγκαταστάσεων, ούτε και κάποια μουσειακή μελέτη, παρά μόνο μεταφορά των εκθεμάτων του παλιού μουσείου του ΟΣΕ που βρίσκονταν στα Σεπόλια αλλά έκλεισε λόγω των έργων υπογειοποίησης των γραμμών. Έξαλλου ο χώρος του «μουσείου» ποτέ μέχρι σήμερα δεν άνοιξε στο κοινό.
Πλέον, η ΓΑΙΑΟΣΕ προχώρησε σε ανάθεση της σύνταξης μελέτης βιωσιμότητας (feasibility study) σε σχέση με αριθμό σεναρίων που μπορούν να υλοποιηθούν επί του συγκροτήματος του παλαιού αμαξοστασίου του ΟΣΕ, στην περιοχή Λεύκα στο Δήμο Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη αντί ποσού 28.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ.
Οι δύο μελέτες, έρχονται σχεδόν ταυτόχρονα με την πραγματοποίηση μελέτης για την αξιοποίηση του εν λειτουργία σιδηροδρομικού σταθμού του Πειραιά, του επιβατικού σιδηροδρομικού Θεσσαλονίκης καθώς και άλλων σταθμών ανά την Ελλάδα από την ΓΑΙΑΟΣΕ.
Σε όλες τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποιος χρονικός ορίζοντας αλλά ούτε και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε παρέμβασης.
Αλέξανδρος Λιάρος – athenstransprot.com