-
Ήταν υπεύθυνοι για «τη σύνθεση» των μελών της σπείρας που θα συγκροτούσαν κατά περίπτωση την «ομάδα κρούσης»,
-
αποφάσιζαν το «ωράριο δράσης», (κυρίως μεταξύ των ωρών αιχμής όπου παρατηρείται μεγαλύτερη επιβατική κίνηση),
-
επέλεγαν τα δρομολόγια, όπου θα δρούσαν οι ομάδες, φροντίζοντας να καλύπτουν διαδρομές και στις δύο γραμμές του Μετρό, καθώς και την γραμμή του ΗΣΑΠ, έτσι ώστε να καλύπτεται όλο το δίκτυο και οι ομάδες να μην παραμένουν συνεχώς στο ίδιο σημείο, με κίνδυνο να επισημανθούν.
Πολυμελή σπείρα που πραγματοποιούσε κλοπές μέσα στους συρμούς του Μετρό και του ΗΣΑΠ για πάνω από μία δεκαετία εξάρθρωσε η αστυνομία. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες σπείρες πορτοφολάδων με 50 περίπου μέλη η οποία δρούσε καθημερινά εδώ και χρόνια κάτω από τα (μάλλον κλειστά) μάτια των εργαζόμενων στις εταιρείες σεκιούριτι που έχουν αναλάβει την ασφάλεια του δικτύου του Μετρό με τραγικά αποτελέσματα για την ασφάλεια των επιβατών.
Η πολυμελής εγκληματική οργάνωση εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών, της Δ/νσης Ασφάλειας Αττικής, ύστερα από οργανωμένη και συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε πρωινές ώρες της 16 Σεπτεμβρίου 2017, με την συμμετοχή αστυνομικών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής και τη συνδρομή ανδρών των τοπικών Τμημάτων Ασφαλείας και Ομάδων Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας, σε περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά.
Συγκεκριμένα συνελήφθησαν 31 μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά και συγκεκριμένα: 30 αλλοδαποί, οι 27 υπήκοοι Αλβανίας, 30χρονος υπήκοος Βουλγαρίας, 31χρονος υπήκοος Μπαγκλαντές, 39χρονη υπήκοος Γεωργίας και 49χρονος ημεδαπός. Παράλληλα, ταυτοποιηθήκαν και αναζητούνται επιπλέον 18 μέλη της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, από δράστες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, καθώς και παραβάσεις που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει, υπολογίζεται ότι είχαν τη δυνατότητα να διαπράττουν τουλάχιστον (15) κλοπές πορτοφολιών κάθε ημέρα, αποκομίζοντας με αυτό τον τρόπο, ποσό που υπερβαίνει τα 3.500 ευρώ την ημέρα.
Εκτιμάται ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης έχουν διαπράξει περισσότερες από (4.000) κλοπές πορτοφολιών, ενώ τα κέρδη από την πολύχρονη εγκληματική τους δραστηριότητα, ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Ο τρόπος δράσης της σπείρας
Οι συλληφθέντες είχαν συγκροτήσει εγκληματική οργάνωση, με διαρκή δράση τουλάχιστον την τελευταία 10ετια και διέπρατταν, επί καθημερινής βάσεως, κλοπές σε βάρος επιβατών του Μετρό και του ΗΣΑΠ, από τους οποίους αφαιρούσαν πορτοφόλια ή άλλα αντικείμενα (π.χ. κινητά), ενώ στην συνέχεια διαμοίραζαν τα χρήματα μεταξύ τους, ή διέθεταν τα κλοπιμαία σε κλεπταποδόχους, αποκομίζοντας έτσι μεγάλα παράνομα οικονομικά οφέλη.
Οι περισσότερες κλοπές πορτοφολιών έχουν διαπραχθεί σε βάρος αλλοδαπών τουριστών διαφόρων εθνικοτήτων, από όλο τον κόσμο.
Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης (modus operandi), προέκυψε ότι τα μέλη της είχαν κατανείμει μεταξύ τους διακριτούς ρόλους, δρώντας μεθοδικά και οργανωμένα, ως ακολούθως :
Με αφετηρία κεντρικούς σταθμούς του Μετρό και του ΗΣΑΠ («Ομόνοια», «Ευαγγελισμός», «Μέγαρο Μουσικής», «Πανόρμου», «Σύνταγμα», «Μεταξουργείο», «Καλλιθέα»), ενώνονταν σε προκαθορισμένες ομάδες, συνήθως των 3 έως 10 ατόμων και εισέρχονταν σε συρμούς, δείχνοντας «ιδιαίτερη προτίμηση» στα δρομολόγια από και προς το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη κίνηση τουριστών.
Για να μην κινούν υποψίες, τηρούσαν συγκεκριμένους ενδυματολογικούς κανόνες, έτσι ώστε να προσαρμόζονται στις επικρατούσες συνθήκες και το περιβάλλον και να εκλαμβάνονται ως τουρίστες.
Αναλυτικότερα, μέλη της οργάνωσης κατά τη διάρκεια των δρομολογίων άλλαζαν συνεχώς συρμούς και βαγόνια, αναζητώντας κατά κύριο λόγο ανυποψίαστους τουρίστες ή ηλικιωμένους ή γενικότερα επιβάτες που είχαν το πορτοφόλι ή το κινητό τους σε τσέπη του παντελονιού τους.
Για την επίτευξη του σκοπού τους και προκειμένου να καλύπτουν τις κινήσεις των χεριών τους, χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα εφημερίδες, χάρτες, τσαντάκια, σακάκια, ζακέτες και άλλα παρεμφερή αντικείμενα.
Επιπλέον, προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτοί, αποσπούσαν την προσοχή του θύματος με τη δημιουργία τεχνητού συνωστισμού, από τη συμμετοχή άλλων μελών της ομάδας, έτσι ώστε ο ένας να δράσει με μεγαλύτερη ευκολία.
Πιο συγκεκριμένα τα μέλη της εκάστοτε ομάδας, περικύκλωναν το υποψήφιο θύμα και την στιγμή που ο ένας το έσπρωχνε, άλλο μέλος της ομάδας, συνήθως ο πιο «ελαφροχέρης», το προσέγγιζε και άρπαζε το πορτοφόλι, ή το κινητό του, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Ταυτόχρονα, οι υπόλοιποι εγκλώβιζαν το θύμα, διασφαλίζοντας τη διαφυγή του δράστη.
Αυτός που αφαιρούσε το αντικείμενο το παρέδιδε άμεσα σε άλλο μέλος, και με αυτή την μορφή «σκυταλοδρομίας», ο τελευταίος απομακρυνόταν από το βαγόνι και αποβιβαζόταν στην επόμενη στάση, ενώ τα υπόλοιπα μέλη «σκόρπιζαν» σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Αφού απομακρύνονταν, ερευνούσαν τα πορτοφόλια αφαιρώντας από μέσα χρήματα κ.λπ. έγγραφα και στη συνέχεια τα απέρριπταν σε κάδους ή υπονόμους, κοντά στους σταθμούς και συνέχιζαν τη δράση τους.
Στη συνέχεια έτερα μέλη της οργάνωσης, με υποστηρικτικό ρόλο, έσπευδαν και παραλάμβαναν τα κλοπιμαία, έτσι ώστε αυτά να μην παραμένουν στην κατοχή των ομάδων «κρούσης», ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό, τον εντοπισμό τους με τα κλοπιμαία, σε τυχόν γενόμενο αστυνομικό έλεγχο.
Κατόπιν, τα αρχηγικά μέλη καθόριζαν τα μερίδια που αντιστοιχούσαν για κάθε μέλος της ομάδας.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, προκειμένου να ενισχύσουν περαιτέρω τη δράση τους, «προσλαμβάνονταν» προσωρινά περιφερειακά μέλη με βοηθητικό ρόλο, τα οποία λάμβαναν ως «ημερομίσθιο» περίπου 20-30 ευρώ, ανεξάρτητα των κλοπιμαίων που θα αποκόμιζαν.
Τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης είχαν αποφασιστικό ρόλο, καθορίζοντας την λειτουργία της οργάνωσης, ρυθμίζοντας τα επί μέρους θέματα σε όλα τα στάδια της εγκληματικής τους δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα:
Επιπρόσθετα, τα μέλη της οργάνωσης, στο πλαίσιο του «επιχειρησιακού σχεδιασμού», φρόντιζαν έτσι ώστε οι ομάδες να επιχειρούν σε διαφορετικά σημεία και να μην αλληλοκαλύπτονται, εκτός περιπτώσεων που εντόπιζαν μεγάλα «γκρουπ» τουριστών, οπότε και συνέκλιναν στο «επίμαχο» σημείο.
Έχοντας γνώση των μεθόδων της αστυνομίας, λάμβαναν μέτρα αντιπαρακολούθησης, φροντίζοντας να παραμένουν αθέατοι σε «τυφλά» σημεία, που δεν καλύπτονται από κάμερες ασφαλείας, ώστε να μην καταγράφεται η συνεχής παρουσία τους σε συγκεκριμένο χώρο, ενώ η έξοδος από τους σταθμούς, γινόταν πάντα επιβλέποντας για τυχόν αστυνομική παρουσία, ώστε να απομακρυνθούν προσωρινά, ή και να αναστείλουν προσωρινά τη δράση τους.
Επίσης, σε όλα τα στάδια της παράνομης δράσης τους λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες, χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα καταχωρημένα σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών, ασιατικής καταγωγής.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε ορισμένες περιπτώσεις, επέκτειναν την παράνομη δραστηριότητά τους, επιλέγοντας να μετακινούνται ανά την επικράτεια σε τουριστικά νησιά τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε σε αθλητικούς αγώνες, γιορτές και πανηγύρια, όπου συρρέει πλήθος κόσμου και παρατηρείται συνωστισμός.
Για την μεγιστοποίηση των κερδών τους, διέθεταν τα κινητά τηλέφωνα και λοιπά τιμαλφή σε συγκεκριμένο κλεπταποδόχο, που διατηρεί κατάστημα στο κέντρο των Αθηνών, είτε μέσω ταξιδιωτικού πρακτορείου τα διοχέτευαν στην Αλβανία, ενώ εξαργύρωναν το συνάλλαγμα που αποκόμιζαν από τις κλοπές σε ανταλλακτήρια στο κέντρο των Αθηνών.
Όσον αφορά τον 49χρονο ημεδαπό (απότακτο αστυνομικό), έχοντας γνώση της παράνομης δράσης τους, αφού τους διαβεβαίωνε λόγω της προηγούμενης ιδιότητας του ότι διέθετε τις κατάλληλες «διασυνδέσεις» που θα τους εξασφάλιζε το ακαταδίωκτο, απολάμβανε μερίδιο από τα παράνομα κέρδη.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε κατοικία που διέμενε προσωρινά ως οικιακή βοηθός μέλος της οργάνωσης, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν αντικείμενα του 5ου αιώνα π.Χ. (όπως ταφικά αναθήματα, ατόφιος αμφορέας Ελληνιστικών χρόνων, λίχνοι και όστρακα) μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, που εμπίπτουν στο νόμο περί αρχαιοτήτων, τα οποία άνηκαν σε 54χρονο ημεδαπό ιδιοκτήτη της κατοικίας, σε βάρος του οποίου σχηματίσθηκε ανεξάρτητη δικογραφία για παράβαση του νόμου περί αρχαιοτήτων, καθώς ουδεμία σχέση διαπιστώθηκε με τις παράνομες δραστηριότητες της εγκληματικής οργάνωσης.
Η πλειονότητα των κατηγορουμένων τυγχάνουν σεσημασμένοι από 10ετίας και πλέον, και έχουν συλληφθεί κατ’ επανάληψη μεμονωμένα, για τα ίδια αδικήματα.
Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους οδηγήθηκαν χθες (17-08-2017) στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ενώ η έρευνα συνεχίζεται, προκειμένου να εξακριβωθεί το εύρος της παράνομης δραστηριότητας της εγκληματικής οργάνωσης.
Πηγή: ΕΛ.ΑΣ.